νῶκαρ

νῶκαρ
νῶκαρ, ᾰρος, τό,
A lethargy, coma, Nic.Th.189, Hsch. ; expld. by στέρησις τῆς ψυχῆς, Hdn.Gr.2.770.
II as Adj., slothful, sleepy, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νώκαρ — νῶκαρ, αρος, τὸ (Α) 1. λήθαργος, κώμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «νύσταξις, νώθεια, κακόσχολος ἔννοια» 3. (κατά το λεξ. Σούδα και ως επίθ.) οκνηρός, δυσκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αρχαϊκό ουδ. σε αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • νωκαρώδης — νωκαρώδης, ῶδες (Α) [νώκαρ] οκνηρός, νωχελής, βραδυκίνητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”